στράβωμα

στράβωμα
τό
1) искривление; перекашивание; 2) отклонение, сворачивание в сторону;

θέλει λίγο στράβωμα προς τα δεξιά — нужно чуть свернуть вправо;

3) перен. извращение;
4) ослепление, нанесение увечья

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "στράβωμα" в других словарях:

  • στράβωμα — το, Ν [στραβώνω] 1. το να γίνει στραβό, κυρτό κάτι, στρέβλωση, κύρτωση («το σίδερο θέλει κι άλλο στράβωμα») 2. μετατόπιση από την ευθεία, το να γίνει κάτι λοξό 3. τύφλωση, απώλεια τής όρασης …   Dictionary of Greek

  • στράβωμα — το 1. το να γίνει ή να είναι κάτι στραβό: Αυτό το στράβωμα δεν ισιάζει. 2. τύφλωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαστροφή — η (AM διαστροφή) 1. εκτροπή μέλους τού ανθρώπινου σώματος (οστού, μυός, τένοντος κ.λπ.) από τη φυσιολογική θέση, εξάρθρωση, βγάλσιμο 2. στράβωμα, παραμόρφωση 3. (με ηθική έννοια) μεταβολή προς το χειρότερο, εξαθλίωση, διαφθορά 4. παραμόρφωση,… …   Dictionary of Greek

  • εγκαθήλωμα — το 1. το να κρατάει κανείς κάποιον ή κάτι εντελώς ακίνητο 2. (κτην.) ο τραυματισμός τού αλόγου κατά το πετάλωμα από στράβωμα καρφιού …   Dictionary of Greek

  • ζαβάδα — και ζαβάγρα και ζαβιά, η (Μ ζαβάδα και ζαβάγρα) [ζαβός] 1. η ιδιότητα τού ζαβού*, σκολιότητα, διαστροφή, στράβωμα, λοξάδα, κάμψη ενός πράγματος, η κακοτεχνία («η πόρτα έχει κάποια ζαβάδα») 2. (μτφ. για ανθρώπους) α) σκολιότητα χαρακτήρα,… …   Dictionary of Greek

  • παράστρεμμα — τὸ, Α [παραστρέφω] (σχετικά με παράλυση τού προσώπου) διαστροφή, «στράβωμα» …   Dictionary of Greek

  • παραστροφή — ἡ, Α [παραστρέφω] 1. διαστροφή, «στράβωμα» («παραστροφὴ τοῡ ἰνίου», Γαλ.) 2. (για επίσημο ένδυμα ή μανδύα) η παρυφή, το κράσπεδο, η άκρη, η ούγια …   Dictionary of Greek

  • σκάμβωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [σκαμβῶ / σκαμβοῡμαι] κύρτωση, κάμψη, στράβωμα …   Dictionary of Greek

  • σκολίωση — (Ιατρ.). Παρέκκλιση της σπονδυλικής στήλης προς τα πλάγια με επακόλουθη σύστρεψη των σπονδύλων και σχετική παραμόρφωση του θώρακα του πάσχοντος ατόμου. Τα αίτια της σ. μπορεί να είναι συγγενή (ανωμαλίες οστικές) ή επίκτητα τα τελευταία, που είναι …   Dictionary of Greek

  • στρέβλευμα — τὸ, Α 1. στρέβλωμα, στράβωμα 2. μτφ. διαστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + ευμα, πιθ. μέσω αμάρτυρου *στρεβλεύω] …   Dictionary of Greek

  • στρέβλωμα — το, ΝΑ [στρεβλῶ, ώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρεβλώνω, στρέβλωση, συστροφή 2. στραμπούλιγμα νεοελλ. στράβωμα, παραμόρφωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»